- γαργαίρω
- γαργαίρω, ([etym.] γάργαρα)A swarm with,
ἀνδρῶν ἀρίστων πᾶσα γ. πόλις Cratin.290
, cf. Ar.Fr.359;ἀργυρωμάτων ἐγάργαιρεν ἁ οἰκία Sophr.30
(ἐμάρμαιρεν codd. Ath.): c. dat.,πόντος ἐγάργαιρε σώμασιν Tim.Pers. 107
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.